κτεατίζω

κτεατίζω
κτεατίζω (Α)
(ενεργ. και μέσ.) αποκτώ, προμηθεύομαι, κερδίζω (α. «κούρην,... δουρὶ δ' ἐμῷ κτεάτισσα», Ομ. Ιλ.
β. «αὖθις ἀπ' ἀλλοτρίων κτεατίσσεται ἄρκιον ὄλβον», Μαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτέαρ, -ατος (τὸ) + -ίζω (πρβλ. κερματ-ίζω, χρηματ-ίζω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κτεατίζω — gain pres subj act 1st sg κτεατίζω gain pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτεατίσσῃ — κτεατίζω gain aor subj mid 2nd sg (epic) κτεατίζω gain aor subj act 3rd sg (epic) κτεατίζω gain fut ind mid 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτεατίσαι — κτεατίζω gain aor inf act κτεατίσαῑ , κτεατίζω gain aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτεατίσσεται — κτεατίζω gain aor subj mid 3rd sg (epic) κτεατίζω gain fut ind mid 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτεατιζόμενος — κτεατίζω gain pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτεατίζεται — κτεατίζω gain pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτεατίσασθαι — κτεατίζω gain aor inf mid …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτεατίσσατο — κτεατίζω gain aor ind mid 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτεάτισα — κτεατίζω gain aor ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτεάτισσα — κτεατίζω gain aor ind act 1st sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”